Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pénible
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
pénible
<
peine
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pe.nibl
/
Επίθετο
επεξεργασία
pénible
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
κουραστικός
,
κοπιαστικός
,
κοπιώδης
ενοχλητικός
βασανιστικός
επίπονος
οδυνηρός
αλγεινός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
peiner