Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασανιστικός η βασανιστική το βασανιστικό
      γενική του βασανιστικού της βασανιστικής του βασανιστικού
    αιτιατική τον βασανιστικό τη βασανιστική το βασανιστικό
     κλητική βασανιστικέ βασανιστική βασανιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασανιστικοί οι βασανιστικές τα βασανιστικά
      γενική των βασανιστικών των βασανιστικών των βασανιστικών
    αιτιατική τους βασανιστικούς τις βασανιστικές τα βασανιστικά
     κλητική βασανιστικοί βασανιστικές βασανιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασανιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

βασανιστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με βασανιστήρια
  2. (μεταφορικά) ενοχλητικός
  3. (μεταφορικά) εξονυχιστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία