Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
peine peines

peine (fr) θηλυκό

  1. η ποινή
  2. η θλίψη, η στενοχώρια, το ντέρτι