Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπιώδης η κοπιώδης το κοπιώδες
      γενική του κοπιώδους της κοπιώδους του κοπιώδους
    αιτιατική τον κοπιώδη την κοπιώδη το κοπιώδες
     κλητική κοπιώδη(ς) κοπιώδης κοπιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπιώδεις οι κοπιώδεις τα κοπιώδη
      γενική των κοπιωδών των κοπιωδών των κοπιωδών
    αιτιατική τους κοπιώδεις τις κοπιώδεις τα κοπιώδη
     κλητική κοπιώδεις κοπιώδεις κοπιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπιώδης < αρχαία ελληνική κοπιώδης < κοπιάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.piˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πι‐ώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

κοπιώδης, -ης, -ες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία