κοπιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοπιαστικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπιαστικός[1] Μορφολογικά αναλύεται σε κοπιάζω, κοπιασ- (στη σημασία: καταβάλλω κόπο) + -τικός.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.pça.stiˈkos/ και παλιότερα
- παλιότερος συλλαβισμός : κο‐πι‐α‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
κοπιαστικός, -ή, -ό
- που προκαλεί κόπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κοπιαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κοπιαστικός
Σημειώσεις
επεξεργασία- Για τη σημασία «κοπιαστικός», «κουραστικός» → δείτε τη λέξη κοπιαστός.
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κοπιαστικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].