Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπιαστικός η κοπιαστική το κοπιαστικό
      γενική του κοπιαστικού της κοπιαστικής του κοπιαστικού
    αιτιατική τον κοπιαστικό την κοπιαστική το κοπιαστικό
     κλητική κοπιαστικέ κοπιαστική κοπιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπιαστικοί οι κοπιαστικές τα κοπιαστικά
      γενική των κοπιαστικών των κοπιαστικών των κοπιαστικών
    αιτιατική τους κοπιαστικούς τις κοπιαστικές τα κοπιαστικά
     κλητική κοπιαστικοί κοπιαστικές κοπιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπιαστικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπιαστικός[1] Μορφολογικά αναλύεται σε κοπιάζω, κοπιασ- (στη σημασία: καταβάλλω κόπο) + -τικός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.pça.stiˈkos/ και παλιότερα
παλιότερος συλλαβισμός: κο‐πι‐α‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κοπιαστικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κόπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπιαστικός < (κοπιάζω, κοπιῶ) κοπιασ- + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

κοπιαστικός

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κόπος

  Πηγές επεξεργασία