Δείτε επίσης: ἐπίμοχθος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίμοχθος η επίμοχθη το επίμοχθο
      γενική του επίμοχθου της επίμοχθης του επίμοχθου
    αιτιατική τον επίμοχθο την επίμοχθη το επίμοχθο
     κλητική επίμοχθε επίμοχθη επίμοχθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίμοχθοι οι επίμοχθες τα επίμοχθα
      γενική των επίμοχθων των επίμοχθων των επίμοχθων
    αιτιατική τους επίμοχθους τις επίμοχθες τα επίμοχθα
     κλητική επίμοχθοι επίμοχθες επίμοχθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίμοχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίμοχθος. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + μόχθ(ος) + -ος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpi.mo.xθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐μο‐χθος

  Επίθετο επεξεργασία

επίμοχθος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επί και μόχθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία