Δείτε επίσης: ἄκοπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκοπος η άκοπη το άκοπο
      γενική του άκοπου της άκοπης του άκοπου
    αιτιατική τον άκοπο την άκοπη το άκοπο
     κλητική άκοπε άκοπη άκοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκοποι οι άκοπες τα άκοπα
      γενική των άκοπων των άκοπων των άκοπων
    αιτιατική τους άκοπους τις άκοπες τα άκοπα
     κλητική άκοποι άκοπες άκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐κο‐πος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

άκοπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄκοπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + κόβω, κοπ- + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

άκοπος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κόβω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

άκοπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄκοπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + -κοπος (< κόπος)

  Επίθετο επεξεργασία

άκοπος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κόπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία