άκοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκοπος | η | άκοπη | το | άκοπο |
γενική | του | άκοπου | της | άκοπης | του | άκοπου |
αιτιατική | τον | άκοπο | την | άκοπη | το | άκοπο |
κλητική | άκοπε | άκοπη | άκοπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκοποι | οι | άκοπες | τα | άκοπα |
γενική | των | άκοπων | των | άκοπων | των | άκοπων |
αιτιατική | τους | άκοπους | τις | άκοπες | τα | άκοπα |
κλητική | άκοποι | άκοπες | άκοπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κο‐πος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- άκοπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄκοπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + κόβω, κοπ- + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαάκοπος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία που δεν έχει κοπεί
→ δείτε τη λέξη άκοφτος |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- άκοπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄκοπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + -κοπος (< κόπος)
Επίθετο
επεξεργασίαάκοπος, -η, -ο
- που γίνεται χωρίς κόπο, χωρίς κούραση
- ≈ συνώνυμα: ακόπιαστος, ακοπίαστος
- ≠ αντώνυμα: → δείτε τη λέξη κοπιαστικός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία που γίνεται χωρίς κόπο
|
Πηγές
επεξεργασία- άκοπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άκοπος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας