Δείτε επίσης: -κόπος, κόπος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -κοπος η -κοπη το -κοπο
      γενική του -κοπου της -κοπης του -κοπου
    αιτιατική τον -κοπο τη(ν) -κοπη το -κοπο
     κλητική -κοπε -κοπη -κοπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -κοποι οι -κοπες τα -κοπα
      γενική των -κοπων των -κοπων των -κοπων
    αιτιατική τους -κοπους τις -κοπες τα -κοπα
     κλητική -κοποι -κοπες -κοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -κοπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)