δίκοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκοπος | η | δίκοπη | το | δίκοπο |
γενική | του | δίκοπου | της | δίκοπης | του | δίκοπου |
αιτιατική | τον | δίκοπο | τη | δίκοπη | το | δίκοπο |
κλητική | δίκοπε | δίκοπη | δίκοπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκοποι | οι | δίκοπες | τα | δίκοπα |
γενική | των | δίκοπων | των | δίκοπων | των | δίκοπων |
αιτιατική | τους | δίκοπους | τις | δίκοπες | τα | δίκοπα |
κλητική | δίκοποι | δίκοπες | δίκοπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.ko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐κο‐πος
- ομόηχο: δίκωπος
Επίθετο
επεξεργασίαδίκοπος, -η, -ο
- που έχει δύο κόψεις
- (μεταφορικά) που έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές πλευρές
- ※ αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι (τίτλος τραγουδιού σε ταινία, στίχοι: Μιχάλης Κακογιάννης -και σκηνοθέτης της ομώνυμης ταινίας-)
- ⮡ δίκοπο μαχαίρι το κλείσιμο των σχολείων λόγω της νέας γρίπης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίκοπος