Δείτε επίσης: δίκοπος
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίκωπος τὸ δίκωπον
      γενική τοῦ/τῆς δικώπου τοῦ δικώπου
      δοτική τῷ/τῇ δικώπ τῷ δικώπ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίκωπον τὸ δίκωπον
     κλητική ! δίκωπε δίκωπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίκωποι τὰ δίκωπ
      γενική τῶν δικώπων τῶν δικώπων
      δοτική τοῖς/ταῖς δικώποις τοῖς δικώποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δικώπους τὰ δίκωπ
     κλητική ! δίκωποι δίκωπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δικώπω τὼ δικώπω
      γεν-δοτ τοῖν δικώποιν τοῖν δικώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δίκωπος < (δίς) δί- + κώπ(η) + -ος

δίκωπος, -ος, ον

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις δίς και κώπη