Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tranchant tranchants
θηλυκό tranchante tranchantes

tranchant (fr)

  1. κοφτερός


  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tranchant tranchants

tranchant (fr) αρσενικό

  1. η ακμή (ενός μαχαιριού)

Εκφράσεις

επεξεργασία