δίκοπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίκοπη | οι | δίκοπες |
γενική | της | δίκοπης | των | δίκοπων |
αιτιατική | τη | δίκοπη | τις | δίκοπες |
κλητική | δίκοπη | δίκοπες | ||
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκοπη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκού γένους του επιθέτου δίκοπος (αναφορά στη δίκοπη λεπίδα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίκοπη θηλυκό
- (αργκό, παρωχημένο) το μαχαίρι που είχαν επάνω τους οι παλιοί μάγκες, διάφορα άτομα του περιθωρίου ή του υποκόσμου
- ※ το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του
- Ρεμπέτικο «Ο Νίκος ο τρελάκιας» (1933) των Ανέστου Δελλιά (μουσική, φωνή) και Νίκου Μάθεση (στίχοι).
- ※ το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδίκοπη