↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίκοπη οι δίκοπες
      γενική της δίκοπης των δίκοπων
    αιτιατική τη δίκοπη τις δίκοπες
     κλητική δίκοπη δίκοπες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίκοπη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκού γένους του επιθέτου δίκοπος (αναφορά στη δίκοπη λεπίδα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίκοπη θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δίκοπη

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία