ἀλγεινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλγεινός < ἄλγος
Επίθετο
επεξεργασίαἀλγεινός,ή,όν και ἀλεγεινός (ποιητική μορφή)
- παραθετικά: ἀλγίων, ἄλγιστος και ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος
- ο αλγεινός, ο οδυνηρός, που προκαλεί πόνο
- Σωκράτης: ἆρ᾽ οὖν ἀλγεινότερόν ἐστιν τοῦ πένεσθαι καὶ κάμνειν, τὸ ἄδικον εἶναι καὶ ἀκόλαστον καὶ δειλὸν καὶ ἀμαθῆ; : Ώστε νομίζεις ότι είναι πιο οδυνηρό από το να είσαι πάμφτωχος και άρρωστος, το να εισαι άδικος, ακολαστος, δειλός και αμαθής; (Γοργίας)
- (σπανίως με παθητική έννοια) εκείνος που νιώθει πόνο, οδύνη
- ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽, ἀλλ᾽ εἴ τις βροτῶν θαυμαστός : Ο άνδρας πέθανε χωρίς να δώσει λόγο να τον κλάψουν ούτε πονώντας από αρρώστιες, αλλά πιο θαυμαστός από όλους τους θνητούς. (Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κ. 1665)