ἄλγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀλγεσ | |||||
ονομαστική | τὸ | ἄλγος | τὰ | ἄλγη - ἄλγεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἄλγους - ἄλγεος | τῶν | ἀλγῶν - ἀλγέων | |
δοτική | τῷ | ἄλγει - ἄλγεῐ̈ | τοῖς | ἄλγεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἄλγος | τὰ | ἄλγη - ἄλγεα | |
κλητική ὦ! | ἄλγος | ἄλγη - ἄλγεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄλγει - ἄλγεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλγοῖν - ἀλγέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄλγος < πιθανόν από το ἀλέγω (α αθροιστικό + λέγω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄλγος ουδέτερο
- πόνος
- βάσανο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 4
- ... πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ...
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 4
- ό,τι προκαλεί πόνο
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀλγεινός (που προξενεί πόνο) παραθετικά: ἀλγίων, ἄλγιστος
- ἀλγέω
- ἀλγηρός
- ἀλγινόεις
- ἀλγύνω
- ἀλγηδών-όνος
- ἄλγημα
- ἄλγησις
αν όντως συνάπτεται προς το ἀλέγω:
- ἀλεγεινός (αλγεινός, δυσάρεστος)
- ἀλεγίζω (φροντίζω, μεριμνώ)
- ἀλεγύνω (προετοιμάζω, επιμελούμαι, δειπνώ με άλλους)
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀλγεσίδωρος (που προκαλεί πόνο)
- ἀλγεσίθυμος (που πληγώνει την καρδιά)
- νοσταλγία
Πηγές
επεξεργασία- ἄλγος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄλγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄλγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.