ἀλεγίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλεγίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀλεγίζω επικός τύπος , (μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό)
- μεριμνώ, φροντίζω για κάτι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 171 (170-172)
- «μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι | ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω | ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
- «Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο, | αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω. | Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- «μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι | ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω | ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 6 @scaife.perseus
- Ὁ δ’ ἀετὸς ᾠὰ μὲν τίκτει τρία, ἐκλέπει δὲ τούτων τὰ δύο, ὥσπερ ἐστὶ καὶ ἐν τοῖς Μουσαίου λεγομένοις ἔπεσιν, Ὃς τρία μὲν τίκτει, δύο ἐκλέπει, ἓν δ’ ἀλεγίζει.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 171 (170-172)
- (αμετάβατο) μεριμνώ, φροντίζω, προσέχω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 106 (106-108)
- ὁ δ᾽ ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει | οὐδ᾽ ὄθεται· φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι ἄριστος.
- και αυτός μακράν μας καθισμένος | δεν μας λογιάζει παντελώς, και λέγει ότ᾽ είναι πρώτος | στην δύναμιν ασύγκριτα των αθανάτων όλων.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὁ δ᾽ ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει | οὐδ᾽ ὄθεται· φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι ἄριστος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 106 (106-108)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλεγίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλεγίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.