ἀλγηδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀλγηδων-, ἀλγηδον- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀλγηδών | αἱ | ἀλγηδόνες | |
γενική | τῆς | ἀλγηδόνος | τῶν | ἀλγηδόνων | |
δοτική | τῇ | ἀλγηδόνῐ | ταῖς | ἀλγηδόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἀλγηδόνᾰ | τὰς | ἀλγηδόνᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀλγηδών | ἀλγηδόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλγηδόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλγηδόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀλγηδών, -όνος θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ※ (καθαρεύουσα) Ὁ φίλος μου λησμονήσας τὰς ἀλγηδόνας του εἶχεν ἤδη ἐγερθῇ καὶ μὲ παρετήρει μὲ ὀφθαλμοὺς ἐκθάμβους. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι, ΙΒ)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. άλγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἀλγηδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλγηδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.