Δείτε επίσης: αλγηδόνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀλγηδων-, ἀλγηδον-
ονομαστική ἀλγηδών αἱ ἀλγηδόνες
      γενική τῆς ἀλγηδόνος τῶν ἀλγηδόνων
      δοτική τῇ ἀλγηδόν ταῖς ἀλγηδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀλγηδόν τὰς ἀλγηδόνᾰς
     κλητική ! ἀλγηδών ἀλγηδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλγηδόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλγηδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλγηδών < ἄλγ(ος) + -ηδών [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλγηδών, -όνος θηλυκό

  1. πόνος (ψυχικός ή σωματικός)
  2. οδύνη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. άλγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.