οδύνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οδύνη | οι | οδύνες |
γενική | της | οδύνης | των | οδυνών |
αιτιατική | την | οδύνη | τις | οδύνες |
κλητική | οδύνη | οδύνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οδύνη < αρχαία ελληνική ὀδύνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οδύνη θηλυκό
Επεξεργασία
- ακρωδυνία
- ανώδυνα
- ανώδυνος
- ανωδύνως
- επώδυνα
- επώδυνος
- επωδύνως
- μαστωδυνία
- οδυνηρά
- οδυνηρός
- οδυνηρώς
- οστεωδυνία