• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οδύνη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ὀδύνη

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδύνη οι οδύνες
      γενική της οδύνης των οδυνών
    αιτιατική την οδύνη τις οδύνες
     κλητική οδύνη οδύνες
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οδύνη < αρχαία ελληνική ὀδύνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οδύνη θηλυκό

  • ψυχικός πόνος μεγάλης έντασης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ακρωδυνία
  • ανώδυνα
  • ανώδυνος
  • ανωδύνως
  • επώδυνα
  • επώδυνος
  • επωδύνως
  • μαστωδυνία
  • οδυνηρά
  • οδυνηρός
  • οδυνηρώς
  • οστεωδυνία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οδύνη
  • αγγλικά : anguish (en), sorrow (en), grief (en), unhappiness (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οδύνη&oldid=4199007"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Δεκεμβρίου 2019, στις 06:09

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Δεκεμβρίου 2019, στις 06:09.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie