ανώδυνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανώδυνος | η | ανώδυνη | το | ανώδυνο |
γενική | του | ανώδυνου | της | ανώδυνης | του | ανώδυνου |
αιτιατική | τον | ανώδυνο | την | ανώδυνη | το | ανώδυνο |
κλητική | ανώδυνε | ανώδυνη | ανώδυνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανώδυνοι | οι | ανώδυνες | τα | ανώδυνα |
γενική | των | ανώδυνων | των | ανώδυνων | των | ανώδυνων |
αιτιατική | τους | ανώδυνους | τις | ανώδυνες | τα | ανώδυνα |
κλητική | ανώδυνοι | ανώδυνες | ανώδυνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανώδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνώδυνος < ἀν- στερητικό + ὀδύνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος) (το ωμέγα (ανώδυνος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈno.ði.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νώ‐δυ‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαανώδυνος, -η, -ο
- που δεν προκαλεί πόνο
- (μεταφορικά) που δεν πληγώνει ή δεν προκαλεί παρενέργειες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανώδυνος
|