επώδυνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επώδυνος | η | επώδυνη | το | επώδυνο |
γενική | του | επώδυνου | της | επώδυνης | του | επώδυνου |
αιτιατική | τον | επώδυνο | την | επώδυνη | το | επώδυνο |
κλητική | επώδυνε | επώδυνη | επώδυνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επώδυνοι | οι | επώδυνες | τα | επώδυνα |
γενική | των | επώδυνων | των | επώδυνων | των | επώδυνων |
αιτιατική | τους | επώδυνους | τις | επώδυνες | τα | επώδυνα |
κλητική | επώδυνοι | επώδυνες | επώδυνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επώδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπώδυνος [1] < ἐπί + ὀδύνη (το αρχικό ὀ- εκτείνεται όταν απαντά σε σύνθετα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpo.ði.nos/ αρσενικό
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πώ‐δυ‐νος
- τονικό παρώνυμο: επωδύνως
- ΔΦΑ : /eˈpo.ði.ni/ θηλυκό
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πώ‐δυ‐νη
- ΔΦΑ : /eˈpo.ði.no/ ουδέτερο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πώ‐δυ‐νο
Επίθετο
επεξεργασίαεπώδυνος, -η, -ο
- που προκαλεί ή συνοδεύεται από σωματικό πόνο
- επώδυνη ασθένεια, εγχείρηση
- (μεταφορικά) που πληγώνει προκαλώντας αισθήματα οδύνης
- ↪ επώδυνη συνάντηση, εμπειρία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επώδυνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επώδυνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας