επώδυνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επώδυνα < επώδυν(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαεπώδυνα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επώδυνα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεπώδυνα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (επώδυνο) του επώδυνος