οδυνηρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδυνηρά < οδυνηρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ði.niˈɾa/
Επίρρημα
επεξεργασίαοδυνηρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία οδυνηρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοδυνηρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οδυνηρό