Ετυμολογία

επεξεργασία
επωδύνως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπωδύνως < ἐπώδυνος. Συγχρονικά αναλύεται σε επώδυν(ος) + -ως.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.poˈði.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πω‐δύ‐νως
τονικό παρώνυμο: επώδυνος

  Επίρρημα

επεξεργασία

επωδύνως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «επώδυνος (& επωδύνως)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)