douloureux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- douloureux < dulurus < δημώδης λατινική dolorosus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | douloureux | douloureux |
θηλυκό | douloureuse | douloureuses |
douloureux (fr)