Δείτε επίσης: εὐθανασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθανασία οι ευθανασίες
      γενική της ευθανασίας των ευθανασιών
    αιτιατική την ευθανασία τις ευθανασίες
     κλητική ευθανασία ευθανασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευθανασία θηλυκό

  1. (λόγιο) καλός, ανώδυνος, εύκολος θάνατος (η ελληνιστική σημασία)
  2. η εκούσια θανάτωση κάποιου (που υποφέρει συνήθως από μακροχρόνια ή και ανίατη ασθένεια) με τρόπο ήπιο ή ανώδυνο, ώστε να πάψουν οι πόνοι ή η εναγώνια προσμονή του θανάτου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία