ανίατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανίατος | η | ανίατη | το | ανίατο |
γενική | του | ανίατου | της | ανίατης | του | ανίατου |
αιτιατική | τον | ανίατο | την | ανίατη | το | ανίατο |
κλητική | ανίατε | ανίατη | ανίατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανίατοι | οι | ανίατες | τα | ανίατα |
γενική | των | ανίατων | των | ανίατων | των | ανίατων |
αιτιατική | τους | ανίατους | τις | ανίατες | τα | ανίατα |
κλητική | ανίατοι | ανίατες | ανίατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανίατος < αρχαία ελληνική ἀνίατος < ἀ- στερητικό + ἰάομαι, -ῶμαι (θεραπεύω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανίατος, -η, -ο
- που δεν θεραπεύεται