Επίθετο

επεξεργασία

incurable (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ανίατος, αγιάτρευτος, αθεράπευτος, που δεν θεραπεύεται
    ⮡  Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
    ⮡  an incurable disease - αγιάτρευτη/αθεράπευτη αρρώστια
  2. αθεράπευτος, που δεν μπορεί να αλλάξει
    ⮡  He's an incurable romantic.
    Είναι ένας αθεράπευτος ρομαντικός.

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

incurable (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία