Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθεράπευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθεράπευτ
ος
η
αθεράπευτ
η
το
αθεράπευτ
ο
γενική
του
αθεράπευτ
ου
της
αθεράπευτ
ης
του
αθεράπευτ
ου
αιτιατική
τον
αθεράπευτ
ο
την
αθεράπευτ
η
το
αθεράπευτ
ο
κλητική
αθεράπευτ
ε
αθεράπευτ
η
αθεράπευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθεράπευτ
οι
οι
αθεράπευτ
ες
τα
αθεράπευτ
α
γενική
των
αθεράπευτ
ων
των
αθεράπευτ
ων
των
αθεράπευτ
ων
αιτιατική
τους
αθεράπευτ
ους
τις
αθεράπευτ
ες
τα
αθεράπευτ
α
κλητική
αθεράπευτ
οι
αθεράπευτ
ες
αθεράπευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθεράπευτος
<
α-
στερητικό +
θεραπεύω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αθεράπευτος, -η, -ο
που δεν έχει
θεραπευτεί
που δεν μπορεί να θεραπευτεί, να διορθωθεί,
αδιόρθωτος
η μεγαλομανία του είναι
αθεράπευτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθεράπευτος
αγγλικά
:
incurable
(en)
,
irremediable
(en)
γαλλικά
:
incurable
(fr)