Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθεράπευτα < αθεράπευτος

  Επίρρημα επεξεργασία

αθεράπευτα

  1. κατά τρόπο αθεράπευτο, χωρίς πιθανότητα αλλαγής, σταθερά
    είναι αθεράπευτα αισιόδοξος

  Μεταφράσεις επεξεργασία