αγιάτρευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγιάτρευτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να γιατρευτεί, να θεραπευτεί, που δεν υπάρχει φάρμακο γι' αυτόν, δεν υπάρχει γιατρειά
- ο καημός του ήταν αγιάτρευτος
αγιάτρευτος, -η, -ο