καλοθανατιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοθανατιά | οι | καλοθανατιές |
γενική | της | καλοθανατιάς | των | καλοθανατιών |
αιτιατική | την | καλοθανατιά | τις | καλοθανατιές |
κλητική | καλοθανατιά | καλοθανατιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλοθανατιά < καλο- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοθανατιά θηλυκό
- (δημοτική) ο ήσυχος, ήρεμος θάνατος
- ※ Τέλος στὰ τελεφταία ἄλλο δὲ μένει παρὰ νὰ φροντίσουμε ὅσο γίνεται γιὰ τὴν καλοθανατιὰ τοῦ ἀρρώστου.
- ※ Χρειάζεται η πολιτική τού Καιάδα καί σπαρτιατισμός επιστημονικός καί τής καλοθανατιάς αξιοπρέπεια γιά νά ξαγνίσουμε τή φυλή μας.
- Πέτρος Βλαστός, Κρητικά ταξίδια (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1912) σ. 94. Στην @anemi Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών «Ανέμη»· πρόσβαση: 2021-12-10.
- → δείτε και τη λέξη ευθανασία, στην ελληνιστική σημασία της
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλοθανατιά
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .