• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

θανάτωση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανάτωση οι θανατώσεις
      γενική της θανάτωσης
& θανατώσεως
των θανατώσεων
    αιτιατική τη θανάτωση τις θανατώσεις
     κλητική θανάτωση θανατώσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θανάτωση < αρχαία ελληνική θανάτωσις < θανατόω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /θaˈna.to.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θανάτωση θηλυκό

  • η ενέργεια του θανατώνω, η αφαίρεση της ζωής από ζώο ή άνθρωπο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • δολοφονία, ανθρωποκτονία, φόνος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    θανάτωση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θανάτωση&oldid=4997683"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στις 19:15

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στις 19:15.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie