Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανώδυνος τοκετός < ανώδυνος + τοκετός ({{μτφδ|fr|el|accouchement]] sans [[douleur|text=1}})

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ανώδυνος τοκετός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία