anguish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anguish | anguishes |
anguish (en)
- η οδύνη
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | anguish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anguishes |
αόριστος | anguished |
παθητική μετοχή | anguished |
ενεργητική μετοχή | anguishing |
anguish (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω