Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σωματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σωματικ
ός
η
σωματικ
ή
το
σωματικ
ό
γενική
του
σωματικ
ού
της
σωματικ
ής
του
σωματικ
ού
αιτιατική
τον
σωματικ
ό
τη
σωματικ
ή
το
σωματικ
ό
κλητική
σωματικ
έ
σωματικ
ή
σωματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σωματικ
οί
οι
σωματικ
ές
τα
σωματικ
ά
γενική
των
σωματικ
ών
των
σωματικ
ών
των
σωματικ
ών
αιτιατική
τους
σωματικ
ούς
τις
σωματικ
ές
τα
σωματικ
ά
κλητική
σωματικ
οί
σωματικ
ές
σωματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωματικός
<
αρχαία ελληνική
σωματικός
Επίθετο
επεξεργασία
σωματικός
που ανήκει ή αναφέρεται στο
σώμα
έμβιου
όντος
που γίνεται με το
σώμα
ή στο
σώμα
Αντώνυμα
επεξεργασία
πνευματικός
ψυχικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σωματικός
αγγλικά
:
physical
(en)
γαλλικά
:
corporel
(fr)
ισπανικά
:
corporal
(es)
,
somático
(es)