Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɪzɪkəl/ (βρετανικό) (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

physical (en)

  • γενική παθολογική εξέταση υγιούς ή ασθενούς ατόμου

  Επίθετο επεξεργασία

physical (en)

  1. φυσικός
    1. που σχετίζεται με τη φυσική
    2. (πληροφορική) που δεν είναι εικονικός, που αναφέρεται στο υλικό (hardware)
  2. σωματικός
    1. που σχετίζεται με το σώμα
    2. που σχετίζεται με τη χρήση σωματικής δύναμης

Παράγωγα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία