physical
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
physical (en)
- γενική παθολογική εξέταση υγιούς ή ασθενούς ατόμου
Επίθετο επεξεργασία
physical (en)
- φυσικός
- που σχετίζεται με τη φυσική
- (πληροφορική) που δεν είναι εικονικός, που αναφέρεται στο υλικό (hardware)
- σωματικός
- που σχετίζεται με το σώμα
- που σχετίζεται με τη χρήση σωματικής δύναμης
Παράγωγα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (πληροφορική) physical address