εικονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικονικός < ελληνιστική κοινή εἰκονικός < αρχαία ελληνική εἰκών (3.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική virtual)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ko.niˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαεικονικός, -ή, -ό
- που δε σχετίζεται με την πραγματικότητα, φαινομενικός, πλασματικός
- ≠ αντώνυμα: πραγματικός, φυσικός
- εικονικός γάμος
- εικονιστικός
- (πληροφορική) που πραγματοποιείται μέσω υπολογιστή ή δικτύου υπολογιστών ή ανάλογων συσκευών, σχετικός με την πλαστή πραγματικότητα που αντικρίζουμε ως εικόνα στην οθόνη της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεικονικός
- ανεικονικότητα
- εικονικά
- εικονικότητα
- εικονικώς
- → δείτε τη λέξη εικόνα
Υπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εικονικός
|