↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικονικός η εικονική το εικονικό
      γενική του εικονικού της εικονικής του εικονικού
    αιτιατική τον εικονικό την εικονική το εικονικό
     κλητική εικονικέ εικονική εικονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικονικοί οι εικονικές τα εικονικά
      γενική των εικονικών των εικονικών των εικονικών
    αιτιατική τους εικονικούς τις εικονικές τα εικονικά
     κλητική εικονικοί εικονικές εικονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εικονικός < ελληνιστική κοινή εἰκονικός < αρχαία ελληνική εἰκών (3.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική virtual)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ko.niˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

εικονικός, -ή, -ό

  1. που δε σχετίζεται με την πραγματικότητα, φαινομενικός, πλασματικός
     αντώνυμα: πραγματικός, φυσικός
    εικονικός γάμος
  2. εικονιστικός
     συνώνυμα: απεικονιστικός
     αντώνυμα: ανεικονικός
  3. (πληροφορική) που πραγματοποιείται μέσω υπολογιστή ή δικτύου υπολογιστών ή ανάλογων συσκευών, σχετικός με την πλαστή πραγματικότητα που αντικρίζουμε ως εικόνα στην οθόνη της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία