εἰκών
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰκών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἰκών
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε εἰκών (αρχαία ελληνικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰκών θηλυκό
- (ζωγραφική) ζωγραφιά
- ομοίωμα
- εικόνα, απεικόνιση αγίων προσώπων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
εἰκον-
εἰκον-
- ἀπεικονίζω
- εἰκονίδιον
- εἰκονίζω
- εἰκονικός
- εἰκονικῶς
- Εἰκόνιον
- εἰκόνισις
- εἰκόνισμα, εἰκόνισμαν
- εἰκονισματόπουλο
- εἰκονιστής
- εἰκονιστικός
- εἰκονιστός
- εἰκονίτζα
- εἰκονογλύφος
- εἰκονογνώστης
- εἰκονογραφία
- εἰκονογράφημα
- εἰκονογράφος
- εἰκονοειδής
- εἰκονόθεος
- εἰκονοκαύστης
- εἰκονοκαύτης
- εἰκονολάτρης
- εἰκονολογία
- εἰκονομαχέω
- εἰκονομαχία
- εἰκονομάχης
- εἰκονομαχητικός
- εἰκονομάχος
- εἰκονομορφή
- εἰκονοποιητική
- εἰκονοσεβάστης
- εἰκονοστασία
- εἰκονοστάσιον
- εἰκονοτύπος
- εἰκονουργέω
- εἰκονούργημα
- εἰκονουργία
- εἰκονουργικός
- εἰκονουργός
- εἰκονόφιλος
- εἰκονοχειρουργία
Πηγές
επεξεργασία- εικών - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
εἰκων-, εἰκον- | |||||
ονομαστική | ἡ | εἰκών | αἱ | εἰκόνες | |
γενική | τῆς | εἰκόνος | τῶν | εἰκόνων | |
δοτική | τῇ | εἰκόνῐ | ταῖς | εἰκόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | εἰκόνᾰ | τὰς | εἰκόνᾰς | |
κλητική ὦ! | εἰκών | εἰκόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰκόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰκόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰκών < Ϝεικ-ών < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyk- (μοιάζω) όπως και στο εἰκάζω, εἰκῇ. Δεν έχουν βρεθεί ομόρριζα σε ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰκών, -όνος θηλυκό
- ομοίωμα προσωπογραφίας
- άγαλμα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 103
- δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
- για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο ανδριάντα στον Ωρεό.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει, ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 103
- ομοιότητα
- είδωλο σε καθρέφτη
- φάντασμα, εικόνα φαινομένου, εικόνα νοητής ιδέας
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός & ιωνικός τύπος : αιτιατική, χωρίς ονομαστική: εἰκώ
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
εἰκον-
εἰκον-
Απόγονοι
επεξεργασίαεἰκών (αρχαία ελληνικά)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- εἰκών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰκών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.