εἰκονίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἰκονίδιον | τὰ | εἰκονίδιᾰ |
γενική | τοῦ | εἰκονιδίου | τῶν | εἰκονιδίων |
δοτική | τῷ | εἰκονιδίῳ | τοῖς | εἰκονιδίοις |
αιτιατική | τὸ | εἰκονίδιον | τὰ | εἰκονίδιᾰ |
κλητική ὦ! | εἰκονίδιον | εἰκονίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰκονιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰκονιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εἰκονίδιον < αρχαία ελληνική εἰκών
Ουσιαστικό επεξεργασία
εἰκονίδιον ουδέτερο
- ((ελληνιστική κοινή)) υποκοριστικό του εἰκών