εἰκονοστάσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἰκονοστάσιον | τὰ | εἰκονοστάσιᾰ |
γενική | τοῦ | εἰκονοστασίου | τῶν | εἰκονοστασίων |
δοτική | τῷ | εἰκονοστασίῳ | τοῖς | εἰκονοστασίοις |
αιτιατική | τὸ | εἰκονοστάσιον | τὰ | εἰκονοστάσιᾰ |
κλητική ὦ! | εἰκονοστάσιον | εἰκονοστάσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰκονοστασίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰκονοστασίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰκονοστάσιον < αρχαία ελληνική εἰκών + ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰκονοστάσιον ουδέτερο
- ((ελληνιστική κοινή)) ιερό, ναός