Δείτε επίσης: εικάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰκάζω, ήδη τον 7ο αιώνα < *Ϝε-Ϝικ-άζω, με αναδιπλασιασμό του Ϝικ-, μεταπτωτική βαθμίδα του Ϝεικ- που υπάρχει στο εἰκών (εικόνα) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- (στη σημασία: γίνομαι όμοιος)

εἰκάζω

  1. γίνομαι όμοιος με, κάνω το πορτραίτο κάποιου
  2. (μεταβατικό) (+ δοτική, αιτιατική και απαρέμφατο) συγκρίνω, παρομοιάζω
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 3, 1407a
    καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσιν.
    Και ο Δημοκράτης, επίσης, παρομοίασε τους ρήτορες με τις παραμάνες που καταπίνουν οι ίδιες τη μπουκιά και αλείφουν τα χείλη των παιδιών με σάλιο.
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. περιγράφω μέσω σύγκρισης, παρομοίωσης
  4. εξάγω συμπέρασμα από σύγκριση, εικάζω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 104.2
    αὐτὸς δὲ εἴκασα τῇδε καὶ ὅτι μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες
    το συμπέρασμα βέβαια αυτό το έβγαλα και μόνος μου, επειδή οι Κόλχοι έχουν μαύρο δέρμα και σγουρά μαλλιά
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  5. (με αιτιατική και απαρέμφατο) συμπεραίνω ότι έτσι έχει η υπόθεση, εικάζω
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 44.1
    μάλιστα δ᾽ εἴκασε τῆς Μαιώτιδος λίμνης ἀνακοπὴν εἶναι.
    κατέληξε ωστόσο στο συμπέρασμα ότι ήταν το πίσω τμήμα της λίμνης Μαιώτιδας.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  6. (στην παθητική φωνή) είμαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 942 (941-942)
    πότερα δὲ θύρσον δεξιᾶι λαβὼν χερὶ | ἢ τῆιδε βάκχηι μᾶλλον εἰκασθήσομαι;
    Και πώς θα μοιάσω πιο πολύ με βάκχη, | αν κρατάω το θύρσο με το δεξιό χέρι ή με αυτό;
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με εἰκαζ-

θέμα με εἰκασ-

→ και δείτε τη λέξη εἰκών για θέματα με εἰκον-

  • → λείπει η κλίση
  • παρατατικός: εἴκαζον και ᾔκαζον, μέλλων: εἰκάσω, αόριστος: ᾔκασα και εἴκασα (ιων.) παθητικός αόριστος α΄ ᾐκάσθην, παρακείμενος ᾔκασμαι και εἴκασμαι (ιων.), συνηθέστερα σε χρήση απαρέμφατα: εἰκάζειν

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.