προεικάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεικάζω < αρχαία ελληνική προεικάζω < πρό + εἰκάζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροεικάζω
- (λόγιο, σπάνιο) εικάζω από πριν, εκ των προτέρων
Συγγενικά
επεξεργασία- προεικασία
- → δείτε τις λέξεις προ και εικάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεικάζω
|