Δείτε επίσης: εἰκάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰκάζω. Δείτε και το ομόρριζο: εικόνα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈka.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εικάζω, αόρ.: είκασα, παθ.φωνή: εικάζεται3α πρόσωπα (ελλειπτικό ρήμα)

  • υποθέτω και συμπεραίνω κάτι χωρίς βεβαιότητα με βάση ελλιπή στοιχεία
    Εικάζω ότι θα καταδικασθεί
    ※  Αυτά που έρχονται, κανείς εύκολα τα εικάζει, (Κ. Καβάφης) (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με εικαζ-, εικασ-

→ και δείτε τη λέξη εικόνα για θέματα με εικον-

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: 3α πρόσωπα, απρόσωπο: → δείτε τη λέξη εικάζεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία