ενεστώτας assume
γ΄ ενικό ενεστώτα assumes
αόριστος assumed
παθητική μετοχή assumed
ενεργητική μετοχή assuming

assume (en)

  1. υποθέτω, θεωρώ ως δεδομένο, νομίζω κάτι να είναι αλήθεια χωρίς απόδειξη
    ⮡  Let’s assume it’s like that.
    Ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι.
    ⮡  You assume his innocence/that he is innocent.
    Θεωρείς ως δεδομένη την αθωότητά του/ότι είναι αθώος.
  2. (επίσημο) αναλαμβάνω θέση ή καθήκοντα
    ⮡  He assumed office/full responsibility.
    Ανέβαλε αξίωμα/πλήρη την ευθύνη.
  3. (επίσημο) παίρνω, αρχίζω να έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή εμφάνιση
    ⮡  She assumed a new name.
    Πήρε καινούριο όνομα.
  4. (επίσημο) προσποιούμαι ότι έχω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή ιδιότητα
    ⮡  I was assuming a look of innocence.
    Προσποιούμουν τον αθώο.