assume
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | assume |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assumes |
αόριστος | assumed |
παθητική μετοχή | assumed |
ενεργητική μετοχή | assuming |
Ρήμα
επεξεργασίαassume (en)
- υποθέτω, θεωρώ ως δεδομένο, νομίζω κάτι να είναι αλήθεια χωρίς απόδειξη
- ↪ Let’s assume it’s like that.
- Ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι.
- ↪ You assume his innocence/that he is innocent.
- Θεωρείς ως δεδομένη την αθωότητά του/ότι είναι αθώος.
- ↪ Let’s assume it’s like that.
- (επίσημο) αναλαμβάνω θέση ή καθήκοντα
- ↪ He assumed office/full responsibility.
- Ανέβαλε αξίωμα/πλήρη την ευθύνη.
- ↪ He assumed office/full responsibility.
- (επίσημο) παίρνω, αρχίζω να έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή εμφάνιση
- ↪ She assumed a new name.
- Πήρε καινούριο όνομα.
- ↪ She assumed a new name.
- (επίσημο) προσποιούμαι ότι έχω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή ιδιότητα
- ↪ I was assuming a look of innocence.
- Προσποιούμουν τον αθώο.
- ↪ I was assuming a look of innocence.