μου φαίνεται
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μου φαίνεται < γενική πτώση προσωπικής αντωνυμίας (μου, σου, του, τους) & φαίνεται (απρόσωπο τρίτο πρόσωπο του φαίνομαι)
Έκφραση Επεξεργασία
μου φαίνεται
- για να εκφραστεί υποκειμενική ή και τελείως λανθασμένη αίσθηση ή γνώμη
- ↪ Πώς σου φάνηκε το βιβλίο; (ποια είναι η γνώμη σου για το βιβλίο;)
- ↪ Μου φάνηκε ότι είδα κάτι μέσα στο σκοτάδι, αλλά ήταν ο αέρας που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων
Μεταφράσεις Επεξεργασία
μου φαίνεται
|