Ετυμολογία

επεξεργασία
μου φαίνεται < γενική πτώση προσωπικής αντωνυμίας (μου, σου, του, τους) & φαίνεται (απρόσωπο τρίτο πρόσωπο του φαίνομαι)

  Έκφραση

επεξεργασία

μου φαίνεται

  • για να εκφραστεί υποκειμενική ή και τελείως λανθασμένη αίσθηση ή γνώμη
    ⮡  Πώς σου φάνηκε το βιβλίο; (ποια είναι η γνώμη σου για το βιβλίο;)
    ⮡  Μου φάνηκε ότι είδα κάτι μέσα στο σκοτάδι, αλλά ήταν ο αέρας που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία