φαίνεται
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfe.ne.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαί‐νε‐ται
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
φαίνεται
ΡήμαΕπεξεργασία
φαίνεται, πρτ.: φαινόταν, στ.μέλλ.: θα φανεί, αόρ.: φάνηκε
- (τρίτο ενικό πρόσωπο ως απρόσωπο ρήμα)
- δίνεται η εντύπωση, θεωρείται
- ↪ Φαίνεται ότι δε θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε.
- (+ γενική προσωπικής αντωνυμίας) μου φαίνεται
- είναι πιθανό, υπάρχει πιθανότητα
- ↪ Φαίνεται ότι θα βρέξει· έχουν μαζευτεί πολλά σύννεφα.
- δίνεται η εντύπωση, θεωρείται
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δίνεται την εντύπωση ότι
|
είναι πιθανό
|