ενεστώτας suppose
γ΄ ενικό ενεστώτα supposes
αόριστος supposed
παθητική μετοχή supposed
ενεργητική μετοχή supposing

suppose (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι, ή πιστεύω ότι κάτι είναι αληθινό ή δυνατό με βάση τις γνώσεις που έχω
    I suppose you know why I am here.
    Υποθέτω ξέρεις γιατί είμαι εδώ.
    I suppose he’ll come later.
    Υποθέτω θα έρθει αργότερα.
    I suppose so.
    Έτσι νομίζω.
    What do you suppose he wanted?
    Τι νομίζεις ότι ήθελε;
    I suppose you want to borrow money again.
    Φαντάζομαι ότι θέλεις να δανειστείς πάλι χρήματα.
    I don’t suppose for a minute that…
    Δεν πιστεύω ούτε μια στιγμή ότι…
     συνώνυμα:  figure, imagine και reckon
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) νομίζω, εμπρός, τι λες, χρησιμοποιείται για να κάνει μια δήλωση, αίτημα ή πρόταση λιγότερο εμφατική ή λιγότερο έντονη
    -“Can we go out tonight?” -“I suppose so (=but I don't really want to).”
    -«Μπορούμε να βγούμε απόψε;» -«Νομίζω ναι (=αλλά δεν θέλω πραγματικά).»
    -“That’s not a very good idea.” -“No, I suppose not.”
    -«Δεν είναι καθόλου καλή ιδέα.» -«Όχι, δεν το νομίζω
    I suppose you should start working now.
    Εμπρός, αρχίστε δουλειά τώρα.
    Suppose we go for a swim?
    Τι λες, πάμε για μπάνιο;
  3. (μεταβατικό) υποθέτω, έστω. προσποιούμαι ότι κάτι είναι αλήθεια, φαντάζομαι τι θα γινόταν αν κάτι ήταν αλήθεια
    Let’s suppose that he is guilty.
    Ας υποθέσουμε ότι είναι ένοχος.
    Suppose he doesn’t come - what then?
    Ας υποθέσουμε ότι δεν θα έρθει - τι γίνεται τότε;
    Supposing this is true…
    Αν υποθέσουμε ότι αυτό αληθεύει…
    Suppose that we have any quadrilateral.
    Έστω ότι έχουμε ένα όποιο τετράπλευρο.
  4. (μεταβατικό) προϋποθέτω, απαιτείται να υπάρχει ή να είναι αληθινό
    Creation supposes a creator.
    Η δημιουργία προϋποθέτει έναν δημιουργό.

Συγγενικά

επεξεργασία