ενεστώτας imagine
γ΄ ενικό ενεστώτα imagines
αόριστος imagined
παθητική μετοχή imagined
ενεργητική μετοχή imagining

imagine (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) φαντάζομαι, σχηματίζω μια εικόνα στο μυαλό μου για το πώς μπορεί να είναι κάτι
    ⮡  I was imagining a better ending for my story.
    Φανταζόμουν ένα καλύτερο τέλος για την ιστορία μου.
    ⮡  I can imagine how difficult this is for you.
    Μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο είναι αυτό για εσένα.
    ⮡  I can’t imagine my life without you.
    Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή χωρίς εσένα.
    ⮡  Can you imagine him dancing?
    Μπορείς να τον φανταστείς να χορεύει;
    ⮡  The child has never imagined their life without the internet.
    Το παιδί δεν έχει φανταστεί τη ζωή του χωρίς το διαδίκτυο.
     συνώνυμα:  picture και think
  2. (μεταβατικό) φαντάζομαι, πιστεύω κάτι που δεν είναι αλήθεια
    ⮡  Don’t you go imagining that I’ll pay your debts!
    Μην φαντάζεσαι ότι θα πληρώσω τα χρέη σου!
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) υποθέτω, νομίζω ότι κάτι μάλλον ισχύει
    ⮡  I imagine it will take us two years to finish.
    Υποθέτω θα μας πάρει κάνα δυο χρόνια να τελειώσουμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη suppose

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

imagine (ro) θηλυκό