picture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
picture | pictures |
picture (en)
- η εικόνα, η ζωγραφιά, ζωγραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος
- ⮡ a picture book - ένα βιβλίο με εικόνες
- ⮡ The wall was hung with pictures.
- Στον τοίχο κρέμονταν εικόνες/ζωγραφιές.
- η φωτογραφία, η εικόνα, φωτογραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος
- ⮡ I took pictures.
- Έβγαλα φωτογραφίες.
- ≈ συνώνυμα: photograph
- ⮡ I took pictures.
- η εικόνα σε μια οθόνη τηλεόρασης
- ⮡ We aren’t getting a clear picture on that TV.
- Δεν έχουμε καθαρή εικόνα σ' αυτή την τηλεόραση.
- ⮡ We aren’t getting a clear picture on that TV.
- (συνήθως ενικός) η εικόνα, περιγραφή που μου δίνει μια ιδέα για το πώς είναι κάτι
- ⮡ He gave us a clear picture of the events.
- Μας έδωσε μια σαφή εικόνα των γεγονότων.
- ⮡ He gave us a clear picture of the events.
- η εικόνα, παράσταση που σχηματίζεται στο νου μου
- ⮡ I still have a vivid picture of the destruction in my mind.
- Έχω ακόμα στο νου μου ζωηρή την εικόνα της καταστροφής.
- ⮡ I still have a vivid picture of the destruction in my mind.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | picture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pictures |
αόριστος | pictured |
παθητική μετοχή | pictured |
ενεργητική μετοχή | picturing |
picture (en)
- φαντάζομαι, σχηματίζω μια εικόνα κάποιου ή κάτι στο μυαλό μου
- (συνήθως στην παθητική φωνή) απεικονίζω, δείχνω κάποιον ή κάτι σε μια εικόνα ή ένα βίντεο
- ⮡ In a full shot, the main person or object is pictured together with all its surroundings.
- Σε ένα γενικό πλάνο, το βασικό πρόσωπο ή αντικείμενο απεικονίζεται μαζί με όλο το περιβάλλον του.
- ⮡ In a full shot, the main person or object is pictured together with all its surroundings.