Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
picture pictures

picture (en)

  1. η εικόνα, η ζωγραφιά, ζωγραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος
    ⮡  a picture book - ένα βιβλίο με εικόνες
    ⮡  The wall was hung with pictures.
    Στον τοίχο κρέμονταν εικόνες/ζωγραφιές.
  2. η φωτογραφία, η εικόνα, φωτογραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος
    ⮡  I took pictures.
    Έβγαλα φωτογραφίες.
     συνώνυμα: photograph
  3. η εικόνα σε μια οθόνη τηλεόρασης
    ⮡  We aren’t getting a clear picture on that TV.
    Δεν έχουμε καθαρή εικόνα σ' αυτή την τηλεόραση.
  4. (συνήθως ενικός) η εικόνα, περιγραφή που μου δίνει μια ιδέα για το πώς είναι κάτι
    ⮡  He gave us a clear picture of the events.
    Μας έδωσε μια σαφή εικόνα των γεγονότων.
  5. η εικόνα, παράσταση που σχηματίζεται στο νου μου
    ⮡  I still have a vivid picture of the destruction in my mind.
    Έχω ακόμα στο νου μου ζωηρή την εικόνα της καταστροφής.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας picture
γ΄ ενικό ενεστώτα pictures
αόριστος pictured
παθητική μετοχή pictured
ενεργητική μετοχή picturing

picture (en)

  1. φαντάζομαι, σχηματίζω μια εικόνα κάποιου ή κάτι στο μυαλό μου
    ⮡  How were you picturing the house?
    Πώς φανταζόσασταν το σπίτι;
    ⮡  I was picturing you with long hair.
    Σε φανταζόμουν με μακρύ μαλλί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imagine
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) απεικονίζω, δείχνω κάποιον ή κάτι σε μια εικόνα ή ένα βίντεο
    ⮡  In a full shot, the main person or object is pictured together with all its surroundings.
    Σε ένα γενικό πλάνο, το βασικό πρόσωπο ή αντικείμενο απεικονίζεται μαζί με όλο το περιβάλλον του.