imaginary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | imaginary |
συγκριτικός | more imaginary |
υπερθετικός | most imaginary |
Ετυμολογία
επεξεργασία- imaginary < μέση γαλλική imaginaire < λατινική imaginarius
Επίθετο
επεξεργασίαimaginary (en)
- φανταστικός, νοητός, που υπάρχει μόνο στη φαντασία
- ⮡ The child has an imaginary friend.
- Το παιδί έχει έναν φανταστικό φίλο.
- ⮡ an imaginary line - μια νοητή γραμμή
- ⮡ The child has an imaginary friend.