νοητός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νοητός < αρχαία ελληνική νοητός < νοέω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
νοητός
- που είναι δυνατόν να τον καταλάβουμε ή να τον αναπαραστήσουμε με τον νου μας
- (για αντικείμενο) που δεν υπάρχει πραγματικά αλλά μπορούμε να φανταστούμε ότι υπάρχει
- (για ιδέα ή έννοια) που μπορεί να γίνει αποδεκτός από τον νου μας με βάση τη συνείδησή μας ή τις πεποιθήσεις μας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νοητός